-
1 переворот
-а α.1. απότομη στροφή, αλλαγή ανατροπή• επανάσταση•переворот в науке επανάσταση• στην επιστήμη.
2. πραξικόπημα•государственный переворот κρατικό πραξικόπημα•
был совершн ή совершился переворот έγινε πραξικόπημα.
3. αναστροφή.
1 переворот
переворот в науке επανάσταση• στην επιστήμη.
государственный переворот κρατικό πραξικόπημα•
был совершн ή совершился переворот έγινε πραξικόπημα.